σχέτλιος

σχέτλιος
-ία, -ον, θηλ. και -ίη και σπαν. -ος, Α
1. (για πρόσ.) επίμονος, ακατάβλητος, απτόητος, συνήθως με παράλληλη σημασία τού τρομερού και τού ολέθριου (α. «σχέτλιός ἐσσι γεραιέ
σὺ μὲν πόνου οὔ 'ποτε λήγεις», Ομ. Ιλ.
β. «σχέτλιός εἰς, Ὀδυσσεῡ
περί τι μένος οὐδέ τοι γυῑα κάμνεις», Ομ. Οδ.)
2. (για ήρωες και ημιθέους) βίαιος, σκληρός, απάνθρωπος
3. (στους αττ. συγγραφείς) κακός, μοχθηρός
4. (για άγρια θηρία) καταστρεπτικός, βλαβερός
5. (κυρίως σε προσφωνήσεις) αξιοθρήνητος, ελεεινός («σχετλία... τῶν πόνων» — αξιοθρήνητη για τις δυστυχίες σου, Ευρ.)
6. (στην Οδ. για πράγμ.) α) αυτός που ακολουθείται από όλεθρο («σχέτλιος ὕπνος» — ο ύπνος κατά τη διάρκεια τού οποίου ο Οδυσσέας εγκαταλείφθηκε από τους συντρόφους του, Ομ. Οδ.)
β) (κυρίως για πράξεις) άδικος, ανόσιος («σχέτλια ἔργα», Ομ. Οδ.)
7. το ουδ. ως ουσ. [τὸ] σχέτλιον
αποτρόπαιη πράξη
8. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) [τὰ] σχέτλια
άθλια, ελεεινά έργα ή πάθη, αθλιότητες
9. (ως τριτοπρόσ.) «σχέτλια [ἐστί]
(με απαρμφ.) είναι ελεεινό, αξιοθρήνητο να...
10. φρ. «σχέτλια πάσχω» — υφίσταμαι αξιοθρήνητες συμφορές (Ευρ.).
επίρρ...
σχετλίως Α
με σχέτλιο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. έχει σχηματιστεί με ανομοίωση τού δεύτερου δασέος συμφώνου από αμάρτυρο αρχικό τ. *σχέ-θλ-ιος, παράγωγο ενός επίσης αμάρτυρου επιθ. *σχε-θλός (πρβλ. ἥσυχος: ἡσύχ-ιος) < θ. σχε- τής μηδενισμένης βαθμίδας τού ρ. εχω* (πρβλ. σχέση, σχέσθαι) + επίθημα -θλός (πρβλ. ἐσ-θλός). Η αρχική σημ. επομένως τού επιθ. είναι «αυτός που κρατάει γερά, ισχυρογνώμων, πείσμων», από όπου με κακή σημ. «αυτός που μπορεί να φτάσει ώς τα άκρα, βίαιος, καταστρεπτικός απάνθρωπος» και μεθομηρικά «αξιοθρήνητος, ελεεινός, άθλιος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σχέτλιος — able to hold out masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχετλιώτερον — σχέτλιος able to hold out adverbial comp σχέτλιος able to hold out masc acc comp sg σχέτλιος able to hold out neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχετλιωτέρων — σχέτλιος able to hold out fem gen comp pl σχέτλιος able to hold out masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχετλιώτατα — σχέτλιος able to hold out adverbial superl σχέτλιος able to hold out neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχετλιώτατον — σχέτλιος able to hold out masc acc superl sg σχέτλιος able to hold out neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχετλίω — σχέτλιος able to hold out masc/neut nom/voc/acc dual σχέτλιος able to hold out masc/neut gen sg (doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχετλίων — σχέτλιος able to hold out fem gen pl σχέτλιος able to hold out masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχετλίως — σχέτλιος able to hold out adverbial σχέτλιος able to hold out masc acc pl (doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχέτλιον — σχέτλιος able to hold out masc acc sg σχέτλιος able to hold out neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχετλιωτάτους — σχέτλιος able to hold out masc acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”